- ελεητικός
- -ή, -ό (Α ἐλεητικός, -ή, -όν)συμπονετικός, φιλεύσπλαγχνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλεητικός — merciful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεητικός — ή, ό που συμπονεί, ο ευσπλαχνικός: Χάνουμε την ελεητική, την ανοιχτόκαρδη (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεητικόν — ἐλεητικός merciful masc acc sg ἐλεητικός merciful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεητικοί — ἐλεητικός merciful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεητικοῦ — ἐλεητικός merciful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεητικούς — ἐλεητικός merciful masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεητικῶς — ἐλεητικός merciful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)